μολίβιον

μολίβιον
μολῐβ-ιον, τό, Dim. of μόλιβος,
A leaden tube, Antyll. ap. Orib.10.19.5:

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μολίβιον — leaden tube neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολιβίου — μολίβιον leaden tube neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολίβι — το (Α μολίβιον) βλ. μολύβι …   Dictionary of Greek

  • μολύβι — και μολίβι, το (Α μολύβιον και μολίβιον και μολύβδιον, Μ μολύβιν και μολύβι και μολύβδι) νεοελλ. 1. όργανο γραφής από γραφίτη ή άλλη χρωστική ύλη που περιέχεται σε λεπτό ξύλινο κύλινδρο, αλλ. μολυβδοκόντυλο 2. βλήμα πυροβόλου όπλου κατασκευασμένο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”